- ελευθερωτικός
- η , ό[ν] освободительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθερωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθέρωση … Dictionary of Greek
λυαίος — λυαῑος, αία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Μεγάλης Μητρός) αυτός που απαλλάσσει από τα βάσανα, που λυτρώνει, ελευθερωτικός, λυτρωτικός («κακῶν λυαία», Τιμόθ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυαῑος προσωνυμία τού Διονύσου, ο οποίος έλυνε τα δεσμά τών… … Dictionary of Greek